Περήφανοι ανίκανοι

Περήφανοι ανίκανοι

Η ιδέα της προσφοράς καταφυγίου σε παράτυπους μετανάστες έχει τις ρίζες της, στις ΗΠΑ, σε ένα κίνημα που ξεκίνησε από εκκλησίες κοντά στα νοτιοδυτικά σύνορα της χώρας. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ενορίες παρείχαν καταφύγιο σε Κεντροαμερικανούς που διέσχιζαν παράνομα τα σύνορα προκειμένου να γλιτώσουν από πολέμους. Το δίκτυο των οίκων λατρείας μεγάλωσε και απλώθηκε σε όλη τη χώρα, σε μια προσπάθεια να σταματήσουν η απέλαση και η κράτηση ανθρώπων που δραπέτευαν από τη βία.

Παρόμοιες προστατευτικές πολιτικές υιοθέτησαν αργότερα κοινότητες που διαμαρτύρονταν για τον ρόλο της αμερικανικής κυβέρνησης σε αυτούς τους πολέμους. Το Σαν Φρανσίσκο από τις πρώτες πόλεις που αυτοανακηρύχτηκαν καταφύγιο – παρένθεση, το Λος Αντζελες το έκανε επισήμως αυτό μόλις πέρυσι, ήδη από το 1979 ωστόσο το δημοτικό του συμβούλιο είχε εκδώσει ειδική διαταγή που απαγόρευε στους αστυνομικούς του LAPD να έρχονται σε επαφή με ένα άτομο μόνο για να προσδιορίσουν τη μεταναστευτική του κατάσταση.

Το αναπτυσσόμενο κίνημα πίεσε την κυβέρνηση να αναγνωρίσει, μεταξύ άλλων, στους μετανάστες το δικαίωμα να αιτούνται άσυλο. Το κίνημα αναζωπυρώθηκε μετά τη δημιουργία της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων, της ICE, στα απόνερα των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Πολλές οργανώσεις εξακολουθούν να παλεύουν για τα δικαιώματα των 11-14 εκατομμυρίων (και σίγουρα όχι 21, όπως υποστηρίζει ο Ντόναλντ Τραμπ…) μεταναστών που ζουν χωρίς χαρτιά στις ΗΠΑ.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m1’); });

Ο λόγος για τον οποίο δεν υπήρχε, μέχρι πολύ πρόσφατα, επίσημος κατάλογος των «πόλεων – καταφύγιο», ή των κομητειών / πολιτειών – καταφύγιο, είναι ότι οι πολιτικές συνεχώς αλλάζουν. Ούτε αυστηρός ορισμός υφίσταται άλλωστε. Πρόκειται για περιοχές που εσκεμμένα περιορίζουν τη συνεργασία τους με τις ομοσπονδιακές Αρχές μετανάστευσης – στηριζόμενες στο γεγονός ότι καμία πόλη ή πολιτεία δεν υποχρεούται να συμμετέχει στην επιβολή της νομοθεσίας περί μετανάστευσης εις βάρος των αναγκών της κοινότητάς της για δημόσια ασφάλεια.

Σε κάθε περίπτωση, η υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας του Τραμπ, η Κρίστι Νόεμ, αποφάσισε να λύσει οριστικά το πρόβλημα. Τέλη Μαΐου, λοιπόν, δημοσιοποίησε έναν «ολοκληρωμένο κατάλογο των τόπων – καταφύγιο», ώστε να εκθέσει τους πολιτικούς που «θέτουν σε κίνδυνο τους Αμερικανούς και την επιβολή του νόμου μας προκειμένου να προστατεύσουν παράνομους αλλοδαπούς βίαιους εγκληματίες». Πολύ σύντομα όμως έγινε σαφές πως ο κατάλογος με τις περισσότερες από 500 πολιτείες, κομητείες και πόλεις ήταν τουλάχιστον κακοφτιαγμένος: περιείχε από ορθογραφικά λάθη και μέρη που είχαν «μετακινηθεί» σε λάθος τόπους μέχρι τόπους που δεν υπάρχουν, από την αναγραφή της κομητείας Γκρίλι της Νεμπράσκα ως «Γκρίνλι» μέχρι την εφεύρεση μιας «κομητείας Μάρτινσβιλ» στη Βιρτζίνια.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_2’); });

Ακόμη χειρότερα, δεκάδες από τους πολιτικούς που κατήγγειλε η Νόεμ αποδείχθηκαν ηγέτες κομητειών και πόλεων πλήρως παραδομένων στο MAGA και τον τραμπισμό, που δεν ακολουθούσαν προφανώς καμία πολιτική καταφυγίου. Οι καταγγελίες από συμμάχους του Τραμπ έπεσαν βροχή σε ολόκληρη τη χώρα. «Δεν μπορεί να υπάρχουν τόσα λάθη σε ένα τόσο σημαντικό ομοσπονδιακό έγγραφο», εξανέστη ο Πατ Μπερνς, ο τραμπικός δήμαρχος του Χάντινγκτον Μπιτς, ενός (ακρο)δεξιού προπυργίου της Καλιφόρνιας που χαρακτηρίστηκε λανθασμένα ως πόλη – καταφύγιο. «Κάποιος πρέπει να λογοδοτήσει» για αυτή την «απροσεξία», αξίωσε ο ίδιος μιλώντας στο Associated Press. Ο γνωστός αρθρογράφος της «Washington Post» Ντέινα Μίλμπανγκ τού ευχήθηκε μέσα από την καρδιά του καλή τύχη σε αυτό. Γιατί η μόνη απάντηση της κυβέρνησης ήταν να εξαφανιστεί ο κατάλογος την περασμένη εβδομάδα, αφήνοντας πίσω του ένα «Η σελίδα δεν βρέθηκε».

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m2’); });

Τόσο τεράστιο φιάσκο είχε να συμβεί από… την προπροηγούμενη εβδομάδα, όταν ο υπουργός Υγείας του Τραμπ, ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ, πήγε στον Λευκό Οίκο και δημοσιοποίησε την περίφημη έκθεσή του «Να κάνουμε την Αμερική ξανά υγιή», κι αυτή αποδείχθηκε γεμάτη παραπομπές σε μελέτες που δεν υπάρχουν, προϊόν παραισθήσεων της τεχνητής νοημοσύνης.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_3’); });

Αυτό με τη σειρά του θύμισε στον Ντέινα Μίλμπανγκ την «Ημέρα Απελευθέρωσης» του Τραμπ, τότε που παρουσίασε με τυμπανοκρουσίες τους δασμούς που θα επέβαλλε, βάζοντας μεταξύ άλλων στο στόχαστρο ένα νησί γεμάτο πιγκουίνους και άλλες ακατοίκητες ή αραιοκατοικημένες γωνιές του πλανήτη – και αυξάνοντας τους φόρους στο μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου με βάση ένα μαθηματικό σφάλμα.

Και αυτά, φυσικά, ήταν πλέον των «λαθών» που οδήγησαν αξιωματούχους του Τραμπ να μοιραστούν πολεμικά σχέδια με έναν δημοσιογράφο, να απελάσουν ανθρώπους που προστατεύονται από δικαστικές αποφάσεις, να ξεκινήσουν μια καταστροφική διαμάχη με το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, να απολύσουν και στη συνέχεια να επιχειρήσουν να επαναπροσλάβουν χιλιάδες κρίσιμους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους, να ακυρώσουν και στη συνέχεια να επαναφέρουν διάφορες ζωτικής σημασίας κυβερνητικές λειτουργίες και να δηλώσουν λανθασμένα, συχνά κατά τάξεις μεγέθους, την υποτιθέμενη εξοικονόμηση από τις προσπάθειες περικοπής των κυβερνητικών δαπανών.

Επειτα από πέντε μήνες Τραμπ 2.0, δικαιούμαστε πια να το πούμε ανοιχτά: οι άνθρωποι είναι ανίκανοι. Το χειρότερο και πιο επικίνδυνο, όμως, είναι ότι εκτός από ανίκανοι είναι και αδίστακτοι. Μήπως αμφιβάλλει κανείς ότι η φωτιά που άναψε ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ στο Λος Αντζελες ήταν ένας αντιπερισπασμός για την ιλαροτραγωδία του δημόσιου διαζυγίου – ξεμαλλιάσματός του με τον Ιλον Μασκ;

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ